ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Στίχοι-Ποίηση

Η έξαψη

Να ‘μουνα να χόρευα, να φέρνω βόλτες γύρω
και ν’ άπλωνα το χέρι μου δίπλα μου να σε σύρω
ένα τραγούδι της φωτιάς να στέλναμε στ’ αστέρια
να φέξουν δρόμοι τ’ ουρανού κι ερωτικά λημέρια.

Ήθελα να ξεπόρτιζα μεσάνυχτα και κάτι
μ’ ένα λεβέντη καστανό ή με γαλανομάτη
για κύλισμα στις θημωνιές , στο τρυφερό χορτάρι
και στο ζεστό του αγκάλιασμα ο ύπνος να με πάρει.

Όταν ακούω μουσικές και είμαι στο απ’ έξω
πολλές φορές μήτε κι αυτές μπορώ να τις αντέξω
τα πόδια μου καρφώθηκαν, μου στέγνωσε το στόμα
μου μένει μια τρελή καρδιά που καινουργιεύει ακόμα.

Άσπα Ξύδη



Συνέχεια… Σαββάτου
Λένε του ύπνου Κυριακής το όνειρο πως στρέχει
Κτύπους μετράνε ρολογιού, στιγμές μεσημεριού
όποιος θα είναι τυχερός ξημέρωμα αντέχει
φίλημα πήρε του φιδιού, σ’ ακτή καλοκαιριού!

Λάθος, σε λάθος σκηνικό με νιάς νεράιδας όψη
Έρωτα πάθους φλογερού, ματιών καρδιάς σφαγή
Νήμα μιας σύντομης ζωής, απάνθρωπα να κόψει
Ψέμα σε χρόνο αναλαμπής, με τρίχρονη φραγή!

Μέσα στη θόλη του καπνού, σκεπάζει ανατριχίλα
Σ’ ένα ποτήρι αλκοόλ, τον έρωτα κρατά
Μάσκα αγάπης, της καρδιάς εράγισε τα φύλλα
Χάος στα τέρμινα μπροστά, λυγά παραπατά!

Όνειρο ήταν Κυριακής, συνέχεια Σαββάτου
Ένα κενό, μυαλού βοή, σπατάλη σιωπής
Ρίγη σε ώρα πυρετού προάγγελμα θανάτου
Σβήνοντας μεσ’ στη μοναξιά με βήματα ντροπής!
«ΜΟΥΣΑφίρης καρδιάς»
Πολιτισμικά
O Μαύρος Ήλιος του Καραβάτζο
ΕΠΗ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ
Στα Πολιτιστικά και Επιστημονικά Δρώμενα, αιώνες τώρα, εμφανίζονται κατά καιρούς Λογοτέχνες, Εικαστικοί, Επιστήμονες, με έντονο το στοιχείο της υπέρβασης, με ιδιοφυείς εγκεφάλους, που μη συμβαδίζοντες με την Εποχή τους και με ψυχισμό πληγωμένο και συγκλονισμένο είτε από εσωτερικά αναπάντητα ερωτήματα ή εξωτερικά τρανταχτά γεγονότα, φτιάχνουν μεγάλα δημιουργήματα που στιγματίζουν το παρόν τους και το μέλλον της Ανθρωπότητας.
Η Ιστορία τους ονομάζει «Καταραμένους» και τα ιδιοφυή δημιουργήματά τους υπάρχουν, υπέροχα και θαυμαστά, για να υπενθυμίζουν ότι ο μεγάλος πόνος, έσωθεν και έξωθεν γεννάει, όταν συνυπάρχει ταλέντο, αιώνια ομορφιά. Ο αγαπημένος μου Καραβάτζο θεωρείτο «Καταραμένος» ζωγράφος του 16ου Αιώνα. Γιός ήρωα της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου και γι’ αυτό προστατευόμενος από τον Κολόννα, διοικητή του Παππικού στρατού στην Ναυμαχία, κατέληξε τυχοδιώκτης, φονιάς, κυνηγημένος από την Παππική Εκκλησία, ωστόσο Ιππότης του Τάγματος της Μάλτας, μετά, φυλακισμένος της Ιερής Εξέτασης στις φυλακές του οχυρού Σαντ΄ Άντζελο από όπου απέδρασε θεαματικά, κρυμμένος αποδώ και αποκεί, ερωτύλος, αρπακτικός, βίαιος, προδιδόμενος και προδίδων, εκπτωκός από το αξίωμα του Ιππότη, ζωγράφιζε για την επιβίωσή του με αντάλλαγμα κατάλυμα, φαγητό, και λίγες σταγόνες ελευθερίας, χρησιμοποιούσε μοντέλα από τον υπόκοσμο, πόρνες, κύναιδους και φονιάδες, δήμιους και αλήτες, ωστόσο ζωγράφιζε Εκκλησιές και Ιερά θέματα μ’ ένα συγκλονιστικό φως που έβγαινε μέσα από τον Μαύρο Ήλιο του. Ο Μικελάντζελο Μερίζι ντα Καραβάντζο, εξ’ αιτίας κάποιας ψυχικής πάθησης, κατάθλιψης και πάθησης των ματιών του, έβλεπε το φως του Ήλιου, μαύρο και ανέπτυξε μια τεχνική στους πίνακές του, όπου το βάθος του πίνακα είναι μαύρο, σκοτεινό και ωστόσο μέσα από την ανυπαρξία χρώματος και φωτός βγαίνει χρώμα και εκτυφλωτικό φως. Συγκλονιστικό. Το ωραιότερο δημιούργημά του κατά την άποψή μου είναι ο αποκεφαλισμός του Ιωάννη του Βαπτιστή. Η Σαλώμη του, παραγγελία του Μεγάλου Μάγιστρου της Μάλτας, ήρωα επίσης της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου.
Το έργο βρίσκεται στο Ορατόριο της Εκκλησίας του Αγ. Ιωάννη των Οσπιταλιέρων Ιπποτών της Μάλτας, στην πόλη Βαλέττα, στην Μάλτα. Θυμάμαι ότι είχα καρφωθεί στο πάτωμα, στο Τέμενος των Οσπιταλιέρων, με κομμένη την ανάσα, μ’ ένα «Θεέ μου» στα ελληνικά, και γύρω μου να ακούγεται το ίδιο σε άλλες γλώσσες, κοιτώντας το εκθαμβωτικό φως της υπερβατικής τέχνης, της σκηνής όπου ο δήμιος κόβει το κεφάλι του ξαπλωμένου, χαμαί, Ιωάννη και η Σαλώμη να κρατάει με ζωώδη ανυπομονησία μια λεκάνη για το πάρει, ντυμένη λαϊκά, καμιά σχέση με την πεπλοφόρο πριγκίπισσα καλλονή, κρατάει την λεκάνη λες και είναι στην ψαραγορά και περιμένει να της ρίξουν τις τσιπούρες για να τις τηγανίσει, πεινασμένο βλέμμα απόγνωσης και αρπαγής και το αίμα του Ιωάννη να τρέχει απ’ το λαιμό του και να γράφει το όνομα του ζωγράφου. Καραβάτζο. Μ’ αυτήν την υπογραφή έχασε τον σταυρό του Ιππότη και υπέγραψε την καταδίκη του από την Ιερά Εξέταση, ο Καλλιτέχνης. Τα νύχια μου είχαν χωθεί στα πλευρά μου.
Γιατί τον θυμάμαι τώρα; Περπατώ σε μια Αθήνα που έχασε την αξιοπρέπειά της, με βεβηλωμένα και λεηλατημένα τα όσια και ιερά της, με τους αγώνες μου, για την Ανθρωπιά, μιας ζωής, λεηλατημένους από τους εισβολείς ενάντια στην έννοια της Δημοκρατίας, με τα μάτια του και τον λαιμό μου μόνιμα πονεμένα από τα χημικά στην ατμόσφαιρα, με τις εικόνες των πολτοποιημένων παιδιών της ματωμένης, πάλαι αγαπημένης, Ερήμου της Παλαιάς Διαθήκης, περπατώ και γύρω μου μέρες του Πουθενά, ώρες του Τίποτα, άνθρωποι του Ποτέ, φοβισμένοι με ψεύτικο χαμόγελο και γέλιο, χωρίς συναίσθημα, δεν υπάρχει συναίσθημα στον αγώνα της επιβίωσης, τυλίγομαι από τον Μαύρο Ήλιο του Καραβάτζο, εκειδά στο κέντρο της Αθήνας που λατρεύω και το φως της Κόρης του Ήλιου, ξεπροβάλλει όπως στους πίνακες του «Καταραμένου» ζωγράφου. Σε μαύρο φόντο. Και μια γραμμή, ξεπλυμένη, καταστροφής που υπογράφει. Νάδα! Τίποτα!
Καϋμένε Καραβάτζο. Καϋμένοι Άνθρωποι!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου