ΑΡΘΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ

ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ
Ομολογίες - Διαλογισμοί

Του Αριστείδη Χρ. Πετρόπουλου
(Σκαρμιτσιώτη)
Κάθε χρόνος που διαβαίνει, όλο και λιγοστεύουν οι άνθρωποι που ζουν στην ύπαιθρο. Ρωτώ την ψυχή μου που είναι βουβή σαν τη μοίρα.
Αυτό που κάποτε τυραννούσε το μυαλό μας, τώρα δεν έχει καμία σημασία, σκεπάζεται απο το πέπλο της αδιαφορίας, που τα όμορφα όνειρα κάποτε φτερούγιζαν στη συνείδησή μας, διαλύθηκαν σαν την ομίχλη.
Αυτός ο ζεστός χώρος, που σήμερα ρήμαξε, τον κοιτώ και κουνώ το κεφάλι με μάτια δακρυσμένα. Αδειανοί οι δρόμοι και ακαλλιέργητα παραμένουν τα χωράφια.
Κλειστά κι ερειπωμένα απομένουν τα σπίτια, πέτρινα φαντάσματα που αγναντεύουν απο μακρυά το θέαμα της σύγχρονης ζωής, πολλές εκκλησίες ερήμωσαν, στο κέντρο του χωριού στην υποτιθέμενη πλατεία χωρίς κατοίκους, το σχολείο πέθανε χωρίς παιδιά και χωρίς δάσκαλο. Έφυγαν οι νέοι απ’ τα χωριά για την πόλη, κι αυτό σιγά – σιγά αρχίζει να ρημάζει τον τόπο της υπαίθρου. Έμειναν οι γέροντες γιατί δεν μπορούν ούτε να ταξιδέψουν, ούτε να εργασθούν. Έπρεπε να προβλέψει το κράτος να φροντίσει ιδιαίτερα τα ορεινά χωριά, και στους νέους να δείξει κάποιο ενδιαφέρον για την τύχη τους.
Αυτή την αδιαφορία που επέδειξαν, η Πολιτεία κι όλες οι κυβερνήσεις που πέρασαν μέχρι τώρα, την πληρώνει σήμερα η ύπαιθρος, παρά τις φωνές διαμαρτυρίας που κατά καιρούς έκαναν ορισμένοι ευαίσθητοι πατριώτες.
Έγκαιρα έπρεπε να είχε αποτραπεί η μεγάλη αυτή φυγή του εργατικού δυναμικού προς εργατικά κέντρα, αλλά και άλλες πόλεις του πλανήτη μας για καλύτερη μοίρα.
Όλοι αυτοί οι νέοι, θα μπορούσαν να αλλάξουν την εικόνα της ερήμωσης, και η ύπαιθρος δεν θα είχε φτάσει σ’ αυτή την κατάσταση, αρκεί να υπήρχαν δουλειές, να βγάλουν το ψωμί τους. Πριν απο λίγες δεκαετίες, πόλος έλξεως υπήρξαν οι μεγαλουπόλεις και η πυξίδα του καθενός έδειχνε σταθερή πορεία σ’ αυτές, που τότε ασκούσαν μια μαγική γοητεία στον επαρχιακό πληθυσμό. Η απόφαση πολλών για την εγκατάσταση σ’ αυτές, ήταν οριστική και τελεσίδικη, και η κρυφή ελπίδα φώλιαζε στις καρδιές τους για ένα καλύτερο μέλλον για αυτούς και τα παιδιά τους. Κόποι, θυσίες, συμβιβασμοί ήταν ασήμαντοι στο άστρο της πορείας προς της μεγαλούπολη.
Η μάνα φύση που μας γέννησε και μας εξέθρεψε, αποτελούσε ανασχετικό μοχλό στην πορεία προς τη ζωή. Αυτή που μας χάρισε τη ζωή, φάνταζε άγρια αχαλίνωτη, αδυσώπητη.
Έτσι η μαζική σχεδόν εγκατάλειψη της επαρχίας και εγκατάστασή της στις μεγαλουπόλεις για καλύτερη τύχη, δεν άργησε να δείξει τα «αγαθά» της αποτελέσματα.
Οι δυο τρεις δεκαετίες που πέρασαν, ήσαν αρκετές να διδάξουν περίτρανα ότι όποιος παρασπονδεί απο τη φύση τιμωρείται, γιατί σ’ αυτή κυρίως παίζεται το παιχνίδι της ζωής. Έτσι περίπου σαν τιμωρημένος μοιάζει ο κάτοικος της μεγαλούπολης. Μέσα σε τσιμεντένια κυψέλη που μάλλον πλεονάζουν, όχι οι μέλισσες, αλλά πολύ γνωστοί σ’ αυτές άνεργοι σύντροφοί τους, προσπαθούμε να ξαναβρούμε την πορεία μας, στις χαμένες πυξίδες προσανατολισμού.
Το νέο πρότυπο που δημιουργήθηκε, είναι εξαιρετικά δύσκολο στους παλαιότερους να το βιώσουν. Οι διαμορφωθείσες συνθήκες ζωής και εργασίας είναι αφόρητες και θανατηφόρες. Ζούμε εγκλωβισμένοι, υποψήφιοι μελλοθάνατοι σε μια αποπνικτική ατμόσφαιρα, όπου μάταια αποζητούμε τον Αίολο να ανοίξει τους ασκούς του για λίγο αέρα, ενώ πάνω απο τα κεφάλια μας σεργιανάει το δρεπανοφόρο τέρας του νέφους που καγχάζει σαρκαστικά, όζει και κράζει σαν πεινασμένο γεράκι πάνω απο το ψοφίμι, και ζητάει να μας πάρει όλους παγανιά και να μας γράψει στη μαύρη λίστα των πελατών του.
Κι όμως η γλυκειά φύση, μας περιμένει και πάλι στην αγκαλιά της. Το άλλοτε όνειρο προς τη μεγαλούπολη, μπορεί να γίνει πραγματικότητα για αντίστροφη πορεία των μυρίων προς τη ζωή. Κοντά στη φύση. Αυτή που τόσο τραγικά θυσιάσαμε στο βωμό μιας άπιαστης ευτυχίας, ενός απατηλού ονείρου.
Ας φιλοσοφήσουμε για δεύτερη φορά τη ζωή μας, και ας χαρούμε το Οδύσσειο «νόστιμον ήμαρ» στην πανέμορφη αγκαλιά της και την άδολη ζωή του χωριού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου